ΙΣΤΟΡΙΑ

Γεωγραφική Θέση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παράκτια ζώνη βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος ενώ η ενδοχώρα συνορεύει με τους Δήμους: ΑνακτορίουΑλυζίαςΜεδεώνων. Σε μικρή απόσταση από τις ακτές του Δήμου εκτείνονται τα νησιά: ΛευκάδαΚάλαμοςΜεγανήσικ.α. Η γεωγραφική δομή της περιοχής του Δήμου Παλαίρου παρουσιάζει μια ποικιλία. Περιλαμβάνει: παράκτιες ζώνες, αρμυρόβαλτους, πεδινές εκτάσεις, δάση, ορεινούς όγκους, λίμνες. Στο Δήμο υψώνεται ο ορεινός όγκος του Σέρεκα (1171μ.), ο οποίος αποτελεί έναν από τους τρεις μεγάλους όγκους των Ακαρνανικών ορέων, ακόμα υπάρχουν και άλλα μεγάλα και μικρά βουνά. Ενδιαφέρον ακόμη παρουσιάζει η παράκτια ζώνη με τις βραχώδεις ακτές προς την πλευρά του Ιονίου η λιμνοθάλασσα που βρίσκεται ανάμεσα στον Δήμο και στην Λευκάδα, οι αρμυρόβαλτοι λίμνη Βουλκαριά.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σημαντικότερη θέση στην περιοχή είναι η Αρχαία Πόλη της Παλαίρου, η οποία βρισκόταν στη σημερινή Κεχροπούλα στα Νοτιοανατολικά της Χερσονήσου. Η Πόλη θεωρείται ότι υπήρχε από την Μυκηναϊκή περίοδο.
Απόδειξη γι' αυτό είναι τα τείχη της Πόλης που τμήμα της ανήκει στην 2η χιλιετηρίδα π.χ.. Η κατασκευή των τειχών εναλλάσσεται ανάμεσα σε Τραπεζιόσχημα και Πολυγωνικό σύστημα και το σύνολό τους ανήκει σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Το αρχαιότερο τμήμα του τείχους ανάγεται στην Μυκηναϊκή περίοδο. Το λιμάνι της Αρχαίας Παλαίρου βρισκόταν στη θέση της σημερινής Πογωνιάς, στο Νοτιοανατολικό τμήμα της Χερσονήσου, όπου έχουν εντοπιστεί λείψανα των λιμενικών εγκαταστάσεων Ανατολικά του χωριού.
Στο Κέντρο περίπου της Χερσονήσου της Πλαγιάς στη θέση Στέρνα υπήρχε φρούριο, που έλεγχε οπτικά την περιοχή προς Βορειοδυτικά και Νοτιανατολικά.

Αρχαία Πάλαιρος, η κύρια πύλη στη Ν.Δ. πλευρά
Το φρούριο είχε κατασκευαστεί στα μέσα του 5ου αιώνα και κατά μια άποψη ταυτίζεται με την Αρχαία Πόλη Σόλλιον, αποικία των Κορινθίων. Σήμερα στη θέση αυτή σώζονται ερείπια και οι απόψεις των Ιστορικών για το φρούριο της Στέρνας αν εκεί υπήρχε κάποια μεγάλη αρχαία πόλη και ποια ήταν αυτή διίστανται. Άλλοι τοποθετούν το Σόλλιο, άλλοι τοποθετούν την Νήρικο και άλλοι τοποθετηθούν στην Στέρνα άλλη αρχαία πόλη με τεράστια δύναμη. Υπέρ αυτής της γνώμης συνηγορεί το γεγονός της θέσης στην οποία βρίσκεται το φρούριο, απ' την οποία μπορεί κανείς να έχει τον έλεγχο μιας τεράστιας γεωγραφικής περιοχής. Το Σόλλιον ήταν ένας ναυτικός σταθμός της Κορίνθου που εκυριεύθει κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο από τους Αθηναίους και σύμφωνα με το Θουκυδίδη (430 π.Χ.) περιήλθε στην κατοχή των Παλαιραίων-Ακαρνάνων. Τα ενδιαφέροντα των Αθηναίων από το 454 π.Χ.,οδηγούν σε συγκρούσεις, στις οποίες εμπλέκονται οι Ακαρνανικές πόλεις τον 5ο αι. π.Χ.. Η Ακαρνανία στον πελοποννησιακό πόλεμο βρίσκεται στο πλευρό των Αθηναίων και προς τα τέλη του 5ου αι. κερδίζει δύναμη.
Βόρεια της πόλεως της Παλαίρου απλώνεται η Λίμνη Βουλκαριά, η Λίμνη Μυρτούντιον κατά τον Στράβωνα. Λίμνη πιθανόν κατάλοιπο της λιμνοθάλασσας που κατέκλειε την έκταση της σημερινής πεδιάδας της Παλαίρου κατά τα Ομηρικά χρόνια. Η λιμνοθάλασσα αυτή ήταν κατά την παράδοση σωτήρας της Βασίλισσας Κλεοπάτρας, όταν κατά την Ναυμαχία του Ακτίου κυνηγημένη από τους διώκτες της πέρασε εύκολα με τα πλοία της από το ρηχό αύλακα της Παλαίρου. Ανάμνηση του παραπάνω περάσματος της Βασίλισσας της Αιγύπτου αποτελεί η διατήρηση της Επωνυμίας του αρχαίου περάσματος ως "Μόλος της Κλεοπάτρας".
Μετά την νίκη των Ρωμαίων στο Άκτιο το 31 π.Χ., χάνονται τα ίχνη της αρχαίας Παλαίρου και Ιστορικά αυτό αποδίδεται στην ίδρυση της Νικοπόλεως μετά την Ναυμαχία του Ακτίου. Η ίδρυση της Νικοπόλεως το 30 π.Χ. είναι σημαντικό γεγονός για την κατανομή των πληθυσμών και την οικονομία σε ολόκληρη την Αιτωλοακαρνανία. Οι γύρω πόλεις χάνουν σημαντικό μέρος του δυναμικού τους, με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε περιοικίδες πόλεις της νέας Μητρόπολης, έτσι η Ακαρνανία γίνεται territorioum της νέας αυτής πόλης.
Επί Τραιανού ολόκληρη η Ακαρνανία υπάγεται στη αυτοκρατορική επαρχία της Ηπείρου, που είχε έδρα την Νικόπολη. Αργότερα, η Νικόπολη ανακηρύσσεται έδρα της Επαρχίας Παλαιάς Ηπείρου από τον Διοκλητιανό, στην οποία περιλαμβάνεται και η σημερινή Αιτωλοακαρνανία. Έκτοτε όλη η Αιτωλοακαρνανία ακολουθεί τις τύχες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στην οποία ανήκε. Η Πάλαιρος ήταν μεταξύ των πόλεων που εμφανίζονται και στην αρχαιότητα, στην Μυκηναϊκή περίοδο, και στην Ρωμαϊκή περίοδο.
Αν τοποθετηθούμε γύρω στην 2η χιλιετερίδα π.Χ. θα παρατηρήσουμε ότι η χερσόνησος της σημερινής Πλαγιάς ήταν αυτόνομο νησί. Η Πλαγιά βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του Ν. Αιτωλ/νίας και χωρίζεται από την Λευκάδα με διώρυγα που αρχικά κατασκεύασαν οι Κορίνθιοι το 600 π.Χ. περίπου, με σκοπό να βελτιώσουν την επικοινωνία του Βορείου Ιονίου πελάγους με τον Πατραϊκό κόλπο. Το κανάλι αυτό απέκοψε το σημερινό νησί από την Αιτωλοακαρνανία, με την οποία ενωνόταν με μια σειρά από βάλτους και νησίδες.
Υπέρ του ισχυρισμού περί της νήσου Πλαγιάς συνηγορεί το γεγονός της υψομετρικής διαφοράς του κάμπου της Παλαίρου που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας με έδαφος αμμουδερό, όπου υπήρχε θάλασσα με την οποία ήταν αποκομμένη η χερσόνησος στην οποία βρίσκεται η σημερινή Πλαγιά από την υπόλοιπη Αιτωλοακαρνανία με τέναγος το οποίο εξετείνετο από τον όρμο της σημερινής Παλαίρου μέχρι του όρμου του Αγίου Νικολάου Βόνιτσας. Κατάλοιπο της λιμνοθάλασσας η Λίμνη Βουλκαριά η συνδεόμενη και σήμερα με τάφρο προς τη θάλασσα. Η άποψη ότι η Πλαγιά ήταν νησί κατά τα Ομηρικά χρόνια πυροδοτεί θεωρίες για την οποία ήταν η γεωγραφική τοποθέτηση της Ομηρικής Ιθάκης.
Ο Γερμανός ερευνητής Dorpfeld, όσον αφορά την Χερσόνησο της Πλαγιάς, την κατατάσσει στο χώρο της γεωγραφικής ενότητας της Ομηρικής Ιθάκης ( Ομήρου ω 353 ) και την πόλη της Αρχαίας Παλαίρου την ταυτίζει με την Ομηρική Νήρικο, ενώ για την κλασική Νήρικο θεωρεί ότι βρισκόταν στο λόφο του Αγίου Γεωργίου, όπου υπάρχει σήμερα το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου.
Οι απόψεις των μελετητών διίστανται όσον αφορά την τοποθέτηση της Ομηρικής Ιθάκης και πολλές είναι οι θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί. Κατά τον Γερμανό Dorpefld, η χερσόνησος της Πλαγιάς, η οποία ήταν αρχικά νήσος, θεωρείται ότι ήταν η Ομηρική χώρα των Κεφαλλήνων, όπου βρισκόταν η πόλη Νηρίκος, την οποία είχε εκπορθησεί ο Λαέρτης και προσαρτήθηκε στην Ιθάκη, ενώ οι Κεφαλλήνες έγιναν πολεμιστές του Οδυσσέα. Στην Χερσόνησο της Πλαγιάς, κατά αυτήν την άποψη, η οποία χρησιμοποείται και σήμερα όπως και στην αρχαιότητα ως βοσκότοπος δύναται ο Οδυσσέας να είχε τις αγέλες των χοίρων, προβάτων, βοών, αιγών. Για τον Βουκόλο Φιλοίτιο πληροφορεί ο ποιητής ότι έμενε στον Δήμο Κεφαλλήνων. Οι Κεφαλλήνες έμεναν κατά την εποχή του Οδυσσέα στη απέναντι ηπειρωτική ακτή, και οι αγέλες του Οδυσσέα όπως γνωρίζουμε κατά τον Οδυσσέα (ξ, 100 και υ, 210) ευρίσκοντο επί της χερσονήσου της Στερεάς και συγχρόνως στην περιοχή των Κεφαλλήνων                                                  .           ΑΡΧΙΣΕ  ΝΑ ΠΕΡΝΕΙ  ΤΗΝ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ  ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ  ΤΟΥ  1821                                                                                   ΠΑΛΑΙΡΟΥ
                                    ΔΗΜΟ       ΤΣΕΛΙΟΣ
                                   
                                           ΓΕΡΟΔΗΜΟΣ
25η Μαρτίου 1821, Ήρωες και Μεγανήσι. Σπάνια ιστορική διήγηση Δημοτσέλιου, ποίημα για το Γεροδήμο από τον Α. Βαλαωρίτη και η κοινώς βιογραφική αναφορά.
Συγγραφέας: Δήμος Τσέλιος
Οἱ γονεῖς μου ἦτον ἀπὸ τὰ Κομετάτα, οἱ παππούληδές μου. Ἐπαντρεύτηκε ὁ παππούλης εἰς τὴν Ἀκαρνανία τὴν βάβω μου… Ὁ πατέρας μου ἐπῆρε ἀπὸ τὴν Ζάβιτζα. Ἐγεννήθηκα ἐγὼ εἰς τὸ Μεγανήσι τῆς Ἁγίας Μαύρας. Ἕνας Μεταξᾶς ἦλθε καὶ τὸ κατοίκησε. Ἐκεῖ ἐκατοίκησαν οἱ παππούληδές μας 4 ἀδέλφια Φερεντιναῖοι.
Ο πατέρας μου τὸν ἔκαψε ἡ ἀστραπή· ἤμουν ἕνα χρόνον. Ἐκοιμότουν εἰς ἕνα κλαρί. Ἔζησε ἡ μάνα μου δυὸ χρόνια. Ἐκίνησε νὰ πάει διὰ μαρτυριὰ στὴν Ἁγία Μαύρα· στὸν δρόμο, ἦτον 17 νομάτοι, ἐπνίγηκαν 14· ἕνας παπάς, δύο – τρεῖς γυναῖκες μὲ τὴν μάνα μου ἐπνιγήκανε. Ἔπειτα μᾶς πῆραν διὰ τὴν ψυχή του ἕνας στὴν Ἁγία Μαύρα… Ἐπέρασα καμμιὰ δεκαριὰ χρονῶνε στὴν Ἀκαρνανία, ἐπῆγα πίσω, ἔκατζα ἐκεῖ ὥστε ἔγινα 16 χρονῶν, στὴν πεθερὰ τοῦ Βαλιανάκη. Ἐπέρασα στὸ Μεγανήσι, ἐγίνηκα 19 χρονῶνε. Ἦτον τὸ σπίτι μας στὸ Μεγανήσι. Ἦτον τρία σόγια κάτοικοι. Θιακοί, Ξερομερίτες καὶ Κεφαλληναῖοι. Εἶναι ἕνα πέραμα ἀπὸ τοῦ Μύτικα, ὡραῖο νησὶ σὰν καὶ νἆναι στὴν Παράδεισο. Ἐσηκώθηκα διὰ νὰ φύγω νὰ πάρω τὸν ἀδελφόν μου, ποὖταν ξενιτεμένος. Εὐγῆκα νὰ πάω νὰ εὕρω τὸν ἀδελφόν μου ποὖταν μὲ καράβι. Ἀξιώθηκε καὶ ἔκαμε καράβι δικό του. Εὐγῆκα νὰ πάω στὴν Ἅγια Μαύρα νὰ βγῶ νὰ τὸν εὕρω. Ηὗρα ἕνα Ζαφείρη κλεφτικάτον ἀπὸ τὴν Ἀκαρνανία, κάθονταν στὴν Ἁγία Μαύρα. Μοῦ λέει αὐτός: Δῆμο τί χαλεύεις νὰ πᾶς μὲ καράβια; Ἔρχεσαι νὰ πᾶμε στὸ Καρπενήσι; Βιαίνεις καὶ κλέφτης. Μ᾿ ἐπῆρε τὸν Ἰούλιο μήνα στὰ 1804. Ἐπήγαμε. Ἐστάθηκα μὲ τὸν Ζαφείρη ἀρματολὸς ἕναν χρόνον. Ὁ Γιωργάκης ἦτον Καπετάνιος καὶ ὁ Ζαφείρης ἦτον γαμβρός του. Ἐστάθημεν· τὸν Ἰούλιο μήνα ἐξεκινήσαμεν. Ἐπήγαμεν στὸ Καρπενήσι. Ἀρματολὸς ὁ Καπετὰν Γιωργάκης μὲ μπουγιουρδί.
Ἐκάθησα ὣς τὶς 10 Ἀπρι­λίου, Λαμπρή. Ἔσμιξα τὸν Κατζαντώνη. 4 νομάτοι ἐγινήκαμε πέντε. Ἀντώ­νης, Λεπενιώτης, Τζόγκας καὶ ἕνας Θοδωρὴς 4, ἐγὼ 5. Ξακολουθάαμεν τὴν κλεψιὰ τότε διάφορους πολέμους. Ἐρχόντανε καὶ μεγαλώναμε. Ἐξακολουθάγαμε.
Ἐμεγάλωσε ὁ Ἀντώνης, ἔτρεμε ἡ Τουρκιά. Στὰ 1805 ἦλθε καὶ ὁ Καραϊσκάκης. Ἔσμιξε μὲ τὸν Ἀντώνη κι αὐτός. Ἔφυγε ὁ Καραϊσκάκης ἀπὸ τὸ Πρεμέτι ἀπὸ τὴν φυλακή. Ἀπὸ τόπον εἰς τόπον ἦλθα εἰς τὰ Ἄγραφα. Ἐγίνηκε καὶ αὐτὸς πρώτη σκάλα, καθὼς ἤμουν καὶ ἐγώ. Λεπτότερος καὶ ψηλότερός μου, μακρύτερός μου, δὲν εἶχε ὄψη καλή. Τότε μὲ τὸν Καραϊσκάκη ἀπόκτησα πιστὴ ἀγάπη. Ἀπὸ τότε. Ἐσκοτώσαμε τὸν Λιάζαγα τὸν Βελιγκέκα. Ἐμεῖς εἴμεθα 40, ἐκεῖνοι χίλιοι…
Τὸν χειμώνα ἐκαθήμεθα εἰς ἕνα λιτρουβειὸ εἰς τὸ Μεγανήσι μὲ τὸν Καραϊσκάκη καὶ Ὀδυσσέα. Ὁ Καραϊσκάκης μοῦ εἶπε διὰ τὴν Ἑταιρείαν, ὅτι θὰ γίνει τὴν ἄνοιξιν. Ἡ φαμελιά μου ἦτον εἰς τὸ Μεγανήσι. Ἐβγῆκα ἔξω. Ἐβγήκαμεν ἔξω. Ἀνταμωθήκαμεν εἰς τὴ Βόνιτζα. Ὁ Ὀδυσσέας ἐτρά­βηξε διὰ τὴν Λεβαδιά. Ἐγὼ ἔμεινα, εἶχα τὰ ζευγάρια μου. Ἀνταμωθήκαμε πρὶν τὴ Λα­μπρὴ μὲ τοὺς προεστοὺς τοῦ Κάραλη, Γιωργάκης… Χρηστάκης Στάϊκος, Μεγαπάνος, Τζόγκας, Βαρνακιώτης. Εἴπαμε νὰ βαρέσομε τοὺς Τούρκους μεγαλοβδόμαδο. Ὁ Βαρνακιώ­της δὲν ἤθελε νὰ σηκωθεῖ.Ὁμιλήσαμεν εἰς τὸ Ζευγαράκι ἀνάμεσα στὴν Κατούνα καὶ τὸ Λουτράκι. Ὁ Βαρνακιώτης σήμερο καὶ αὔριο. Ἦρθε ὁ Πράσινος, ἀπόστολος ἀπὸ τὴν Βλαχιάν, ἦλθε σ᾿ ἐμᾶς. Ἡμεῖς τότε ξαφριζόμεθα. Μᾶς ἔστερναν μπαρούτι (μεγάλη Σαρακοστὴ) στὸ ἀκροθαλάσσιο.
Ὁ Βαρνακιώτης ἐχασομέ­ραε, δὲν ἀσηκώθη καὶ ἀργο­πορώντας δὲν ἐπιάσαμε τὸ Μακρυνόρι. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Βαρνακιώτη ἐσκό­τωσαν μερικοὺς ἀν­θρώπους εἰς τὸ Ρίβιο. Ὁ Πράσινος ἐβίαζε. Εἶπε τοῦ Βαρνακιώτη: Θὰ σὲ σκοτώσει τὸ ἔθνος. Ἐμεῖς ἐπήγαμεν νὰ βαρέσομε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Βόνιτζα. Ὁ Νικολὸ Μπουρδάρας ἐπῆγε εἰς τὸ κάστρο τῆς Πλαγιᾶς. Ἕνας Σουλιώτης μπάζει τοὺς χριστιανοὺς εἰς τὸ κάστρο, σκοτώνουν τὸν ἀνώτερο Τοῦρκο. Ἐγίνονταν τὴν ἄνοιξιν αὐτά.
*****

*****
Ο Δήμος και το καρυοφύλλι του 
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ’ αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ‘χυσα σταλαματιά δε μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγγο
να ‘ναι χλωρό και δροσερό, να ‘ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Ποιος ξέρει απ’ το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ήσκιο του από κάτω
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε.
Να τραγωδούν τα νιώτα μου και την παλληκαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα μου να παίρνουν,
να πλένουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου μη με κλάψτε.
Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθείτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθείτε εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Κι έν’ από σας το νιώτερο ας ανεβείς τη ράχη,
ας πάρει το τουφέκι μου, τ’ άξο μου καρυοφύλλι
κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει.
«Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θε να βογκήξει ο βράχος
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ’ αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,
για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει η Πίνδος
και λυώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.
Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο σα να ‘τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:
«Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη και την ύστερη τ’ άξο του καρυοφύλλι
βροντά, μουγκρίζει σα θεριό, τα σωθικά του ανοίγει
φεύγει απ’ τα χέρια σέρνεται στο χώμα λαβωμένο
πέφτει απ’ του βράχου το γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.
‘Aκουσ’ ο Δήμος τη βοή μες τον βαθύ τον ύπνο,
τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…
Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει.
Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή του φοβερού του Κλέφτη
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.
*****

Δήμος Τσέλιος ή Γερο-Δήμος, του οποίου το πραγματικό – προγονικό όνομα είναι Δήμος Φερεντίνος, γεννήθηκε το 1785, κατά την επικρατέστερη εκδοχή* στη Ζάβιτσα της Ακαρνανίας, κατ άλλους στο Σπαρτοχώρι Μεγανησίου της Λευκάδας και τον μεγάλωσαν στην Άγια Μαύρα. Δεκαεννέα ετών έφυγε από τη Λευκάδα, πήγε κλέφτης στη Στερεά Ελλάδα και έσμιξε με την ομάδα του Κατσαντώνη. Ο Δήμος στην αρχή της επανάστασης του 1821 ήταν αρχηγός των Λευκαδίων μαχητών. Ελευθέρωσε τη Βόνιτσα. Στη μάχη του Πέτα, ενώ οι περισσότεροι νικήθηκαν, αυτός κατώρθωσε να απωθήσει πολλούς Τούρκους. Στην Καλαβρούζα με 20 μαχητές κυνήγησε 600 Τούρκους. Στην Αράχωβα, γράφει ο Καραϊσκάκης, ήταν ο μεγαλύτερος ήρωας. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, στην άμυνα του οποίου έλαβε ενεργό μέρος, κράτησε το Λεσίνι απόρθητο. Έλαβε μέρος στην πολιορκία του Βραχωριού και μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε στο Βραχώρι, όπου απέκτησε σπίτι, που σώζονταν μέχρι πρόσφατα. Μάλιστα από πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης που εκδόθηκε στις 20-6-1865 (αρχείο Ν. Μήτση*) από το Δήμο Αγρινίου, προκύπτει ότι ήταν γραμμένος στα Δημοτολόγια Αγρινίου. Συνολικά έλαβε μέρος σε 12 εκστρατείες, 12 πολιορκίες πόλεων και κάστρων, 39 μάχες και τραυματίστηκε 3 φορές. Επί Όθωνα, εξ ονόματος των οπλαρχηγών της Δ. Στερεάς, κήρυξε επανάσταση και ζήτησε από τον Όθωνα να δώσει Σύνταγμα. Αυτό το τόλμημά του το πλήρωσε πολύ ακριβά. Αυτοεξορίστηκε στην ίδια τη γη του στη Λευκάδα για έξι χρόνια χωρίς την οικογένειά του, η γυναίκα του παραφρόνησε, τρία παιδιά του πέθαναν από την πείνα, λεηλάτησαν οι κυβερνητικοί το σπίτι του στο Αγρίνιο και τον διαγράψανε από αξιωματικό. Ανάγλυφη αυτή την κατάσταση την παρουσιάζει ο γιός του Κωνσταντίνος, με επιστολή του στην εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 14 Μαρτίου 1893. Μετά αποκαταστάθηκε. Πέθανε το 1854. Ο τάφος του βρίσκεται στο Μεσολόγγι.
* Σημείωση: Σημαντικές πληροφορίες από αρχειακό υλικό για τον Δήμο Τσέλιο παρατίθενται στο βιβλίο του Νίκου Μήτση «Δήμος Σολλίου, Αγώνες και θυσίες στην Επανάσταση του 1821» (‘Εκδοση της Ένωσης Αλυζίων Αιτωλ/νίας, Αθήνα 2005).
Το Μεγανήσι κατα την επανάσταση αποτέλεσε  καταφύγιο κλεφταρματολών, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης και ο Ανδρούτσος.
                                                                                                                                                        ΤΣΟΓΚΑΣ
Ο Τσόγκας ήταν άνδρας γενναίος και ανδρείος, αλλά και σκεπτικός στις αποφάσεις του. Ήταν πλούσιος, είχε αρκετή ακίνητη περιουσία και ήταν άτεκνος. Ο λαός τον ονόμαζε Βλαχοτσόγκα, γιατί τον ακολουθούσαν όλοι οι βλαχοποιμένες της περιοχής, δηλαδή, οι νομάδες ποιμένες του Ασπροποτάμου, των Αγράφων και της Άρτας που κατέβαιναν στην περιοχή για χειμαδιά. Όλους αυτούς ακόμα και σήμερα οι ντόπιοι τους ονομάζουν, όλους ανεξαιρέτως, βλάχους.
Έγινε από μικρός κλέφτης, πήγε στον Κατσαντώνη και έγινε πρωτοπαλίκαρο του. Ο Κατσαντώνης αποκαλούσε τον Τσόγκα "βλαχοτζιόγκα" και ο Καραϊσκάκης "ξυνογαλά". Όταν ο Κατσαντώνης σκοτώθηκε ακολούθησε τον αδερφό του Κατσαντώνη, Λεπενιώτη. Ο Τσόγκας ήταν ξάδερφος του Κατσαντώνη και των Μακρυγιάννηδων. Μετά από ένα διάστημα παραμονής με τον Λεπενιώτη, άγνωστο πόσο-μάλλον μέχρι το 1810, όπου ο Λεπενιώτης διώχτηκε και κατέφυγε στον Κάλαμο και το Μεγανήσι, ο Τσόγκας βρέθηκε στη φρουρά του Αλή πασά και κατόπιν έγινε καπετάνιος της περιοχής της Βόνιτσας.[2]
Πολύ νωρίς μυήθηκε στην Φιλική εταιρία ενώ τον Ιανουάριο του 1821 στο σπίτι του ποιητή Σπ. Ζαμπέλιου με τους Γ. Καραϊσκάκη, Παναουργιά , Κατσικογιάννη, κλπ, αποφασίζουν όλοι μαζί την έναρξη της επανάστασης ,ενώ ανατίθενται στους Καραϊσκάκη, Βαρνακιώτη, Τσόγκα, και Στουρνάρη η αρχηγεία των αρμάτων της Δυτικής Ελλάδος.[3] Στο τέλος Ιανουαρίου του 1821, έγινε σύσκεψη στην Λευκάδα, με υπόδειξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην οποία συμμετείχαν πολλοί φιλικοί οπλαρχηγοί της Στερεάς: ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Δημ. Μακρής, ο Γεώργιος Βαρνακιώτης, ο Γεώργιος Τσόγκας, καθώς και οι απεσταλμένοι των Πελοποννησίων Ηλίας Μαυρομιχάλης και των Υδραίων Γιακουμάκης Τομπάζης. Στη σύσκεψη αυτή αποφασίστηκε να ανατεθεί η εξέγερση της ανατολικής Ρούμελης στον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Πανουργιά και της δυτικής Ρούμελης στο Βαρνακιώτη και στον Τσόγκα.[4]
Το Μάιο του 1821 μαζί με τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο και άλλους οπλαρχηγούς της δυτικής Ελλάδος κηρύττουν την επανάσταση και στις 26 Μαΐου πολιορκούν το Βραχώρι (Αγρίνιο), και το απελευθερώνουν στις 11 Ιουνίου 1821.[5]

Μάχη Βόνιτσας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 26-27 Μαΐου 1821 οι ελληνικές δυνάμεις επιτίθενται και καταλαμβάνουν τα φρούρια της Πλαγιάς και του Τεκέ έξω από την Βόνιτσα. Επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων ήταν οι εκ Πλαγιάς καταγόμενοι οπλαρχηγοί Κώστας Λεπενιώτης και Γιάννης Μπουρδάρας καθώς και ο Δήμος Τσέλιος από τη Ζάβιτσα (Αρχοντοχώρι) αμφότεροι οπλαρχηγοί και πρωτοπαλίκαρα του Κατσαντώνη ως το θάνατό του, αλλά και μετέπειτα πρωτοπαλίκαρα του οπλαρχηγού Γεωργίου Τσόγκα καπετάνιου τότε στο αρματολίκι της Βόνιτσας. Οι 700 και πλέον ένοπλοι Ξηρομερίτες–Βονιτσάνοι των Δήμου Τσέλιου, Λεπενιώτη και Μπουρδάρα, υπό τις οδηγίες και την αρχηγία του οπλαρχηγού Γεωργίου Τσόγκα, αλλά και μαζί με αρκετή δύναμη ανδρών από τη Λευκάδα που έφτανε τους 150 και πλέον άνδρες, όπως οι Σπύρος Μεταξάς, Στάθης Κατσαρός, Π. Σικελιανός, Γεώργιος Βρετός, Μ. Γίλης, Βερύκιος, Παύλος Λαμπρινός, Χρήστος Καββαδάς, Ιωάννης Μανωλάτος. Όλοι τους Λευκαδίτες οπλαρχηγοί και μυημένοι στην Φιλική Εταιρεία, ζήτησαν στην αρχή από τους Τούρκους να παραδοθούν. Αυτοί όμως αρνήθηκαν.
Τότε άρχισε συνδυασμένη επίθεση απ’ όλες τις μεριές και οι ένοπλοι στρατιώτες του Γεωργίου Τσόγκα μπήκαν μέσα στα περιτοιχίσματα των Τούρκων στα φρούρια της Πλαγιάς και του Τεκέ και σε πάλη σώμα με σώμα εξουδετερώσανε όλους τους αμυνόμενους με πείσμα Τούρκους. Από τους Τούρκους οι περισσότεροι σφαγιάσθηκαν επί τόπου και οι υπόλοιποι ανταλλάχτηκαν με αιχμαλώτους Έλληνες που κρατούσαν οι Τούρκοι στην Άρτα. Ο Ιωάννης Ζαμπέλιος γράφει: «ότι ομού μετά των άλλων Φιλικών της Λευκάδος με αγαλλίασιν ψυχής ήκουον εις την ησυχίαν της νυκτός κραυγάς των φονευομένων Τούρκων». Στις 29 Μαΐου 1821 οι ελληνικές δυνάμεις, με αρχηγό τον Γεώργιο Τσόγκα, μπαίνουν στην πόλη της Βόνιτσας αναγκάζοντας τους Τούρκους αξιωματούχους της να περιοριστούν εντός των τειχών του φρουρίου και τον Πασά της Πρέβεζας Μπεκήρ Τζογαδόρο που είχε επισπεύσει για βοήθεια, να επιστρέψει στη βάση του στην Πρέβεζα με σημαντικές απώλειες.
Ο Γεώργιος Τσόγκας καταλαμβάνει μεν τη Βόνιτσα, αλλά οι Τούρκοι αξιωματούχοι με σημαντική φρουρά καταφεύγουν στο ασφαλές φρούριο της Βόνιτσας το οποίο ήταν απόρθητο και ο Γεώργιος Τσόγκας μη διαθέτων τα απαραίτητα μέσα για την εκπόρθησή του, περιορίζεται σε ασήμαντους ακροβολισμούς, οι οποίοι ουδεμία ανησυχία προκάλεσαν στη φρουρά, που σε μια επιστολή του για τη μη γόνιμη έκβαση της κατάληψης της Βόνιτσας, επιρρίπτει ευθύνες στους κατοίκους της αναφέροντας τα ακόλουθα: «…Οι Βονιτζάνοι αφ’ ου έγραψα διό και τρις να ενεργήσουν να κυριεύσωμεν το Κάστρον χωρίς χύσιν αίματος, μια νύκτα έξαφνα και ούτω έλαβαν άδειαν οι Τούρκοι και εγκλείσθησαν, έφεραν και τις σιαλούπες από Πρέβεζαν και ένα ομπρίκιον και μας εμπόδισαν την κυρίευσιν του Κάστρου…».
Κατάληψη λοιπόν της Βόνιτσας στις 29 Μαΐου 1821 και έλεγχος των φρουρίων Πλαγιάς και Τεκέ που δέσποζαν στο στενό ανάμεσα της Λευκάδας και της Ακαρνανίας, σημαντικοί σταθμοί τότε για το διαμετακομιστικό εμπόριο και τον έλεγχο αυτού. Οι Τούρκοι τις επόμενες ημέρες, εξαγριωμένοι από τα αλλεπάλληλα πλήγματα που υπέστησαν, κρέμασαν στην Άρτα, με διαταγή του Χασάν Πασά της Άρτας, όσους ομήρους από την περιοχή της Βόνιτσας, είχαν από την προηγούμενη χρονιά κρατημένους για την εγγύηση της τάξεως. Για τον λόγο αυτό οι κάτοικοι της Βόνιτσας εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και φύγανε για να γλιτώσουν από τη σφαγή. Οι άνδρες του Γεωργίου Τσόγκα, μόλις μπήκανε στη Βόνιτσα, αντίκρισαν μια πόλη παντέρημη. Οι Τούρκοι είχαν περιχαρακωθεί στο μεγάλο Βενετσάνικο φρούριο της πόλης, που βρίσκεται σε δεσπόζουσα θέση και ανεφοδιαζότανε από τη θάλασσα με τροφές αλλά και με συνεχώς και κατά τακτά χρονικά διαστήματα με στρατιωτική και ναυτική δύναμη από την Πρέβεζα.
Η πολιορκία του φρουρίου της Βόνιτσας δεν είχε ευνοϊκά αποτελέσματα, γι' αυτό ο Τσόγκας με τις δυνάμεις του που ήταν χρήσιμες για άλλες πιο αποτελεσματικές επιχειρήσεις, προτίμησε να φύγει από τη Βόνιτσα, σταθεροποιώντας τις θέσεις του στα ενδότερα, στρατοπεδεύοντας στην θέση Λιβάδι στο Βάτο του Ξηρομέρου, καθαρίζοντας όλη την περιοχή από κάθε τουρκική εστία, εκτός βέβαια από τους κλεισμένους Τούρκους στο φρούριο της Βόνιτσας, οι οποίοι ως Διοίκηση, παρέμειναν θεσμικά ως τις 15 Μαρτίου 1829 που επισήμως η Βόνιτσα παραχωρήθηκε στο ελληνικό κράτος, πλην της περιοχής του Ακτίου, το οποίο Άκτιο και αυτό τελικά παραχωρήθηκε στο ελληνικό κράτος το 1865.[6]

Η μάχη στο Κατάκωλον Βονίτσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μάχη αυτή διεξήχθη στην θέση Κατάκωλον Βονίτσης (περιοχή δυτικά της Βόνιτσας και πλησίον προς το Άκτιο) αρχές Σεπτεμβρίου 1821, μεταξύ των ελληνικών δυνάμεων με επικεφαλής τους: Γεώργιο Τσόγκα, Θεόδωρο Γρίβα και Στάθη Κατσικογιάννη. Σύμφωνα με το στρατηγό Στάθη Κατσικογιάννη: «…Τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους εις την μάχην εις το Κατάκωλον της Βόνιτσας έχων υπό την οδηγίαν μου τότε υπέρ τους εκατόν όπου ήτον και ο Τσόγκας με τον Τσέλιο και τον Γρίβα, και που επικεφαλής του εχθρού ήταν ο Μαζούτ Σκρόπολης και ο Μπεκήρ Τζογαδόρος. Τον Νοέμβριον ιδίου έτους παρευρέθην ομοίως με τους υπό την οδηγίαν μου εις την κατά της Άρτης έφοδον, όπου ήτο επικεφαλής των εχθρών ο Χασάν πασάς, ο Ισμαήλ Πασάς και ο Κεχαγιάς του Ρεσίτ Πασά και μετά τούτο ετοποθετήθην εις Μπαλήμπεη…». Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο καπετάν Νίκος Μπουρδάρας απ’ την Πλαγιά Βονίτσης, άλλοτε πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη και μετά την επανάσταση του ’21 πρωτοπαλίκαρο του Γεωργίου Τσόγκα. Με δεδομένο ότι σ’ αυτήν τη μάχη οι ελληνικές δυνάμεις υπέστησαν ήττα, ο δε αρχηγός τους, ο Τσόγκας, μόλις διεσώθη χάριν της επέμβασης την τελευταία στιγμή των Θοδωράκη Γρίβα και Στάθη Κατσικογιάννη.[7]

Μάχες στο χωριό Μοναστηράκι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη θέση Πλατάνια (ανάμεσα Μοναστηρακίου – Βονίτσης) οι αδελφοί Γιαννάκης, Γιώργος και Αναστάσιος Σουλτάνης αντιμετώπισαν σημαντικό στρατιωτικό σώμα τουρκικών δυνάμεων. Τη μάχη αυτή χρονικά ο Διονύσης Μιτάκης την προσδιορίζει μέσα Ιουνίου 1821. Δυστυχώς οι ιστορικοί της εποχής έρριψαν στη σιωπή τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο Κατάκωλο και στα Πλατάνια Μοναστηρακίου, συμπαρασύροντας και τους συντελεστές αυτών των μαχών (Γεώργιος Τσόγκας, Θεοδωρος Γρίβας, Παλιογιώργος Γιάννης, Δημ. Παλιογιάννης, Στ. Κατσικογιάννης, Γιαννάκης Σουλτάνης) στην λήθη. Χρονικά η μάχη αυτή προσδιορίζεται ότι πρέπει να έγινε μετά τη μάχη της Λαγκάδας αρχές προς μέσα Ιουνίου του 1821.
Στο Μοναστηράκι Βονίτσης, αόριστα δίχως να προσδιορίζεται η τοποθεσία, αναφέρονται αρκετοί μαχητές στις αιτήσεις που έκαναν προς την Επιτροπή των στρατιωτικών εκδουλεύσεων του 1846 όσο και αυτής κυρίως της του 1865. Η μάχη του Μοναστηρακίου χρονικά προσδιορίζεται μέσα προς το τέλος Ιουλίου του 1821 όπου οι ελληνικές δυνάμεις με επικεφαλή το στρατηγό Γεώργιο Νικολού Βαρνακιώτη, αλλά και τους οπλαρχηγούς Γεώργιο Τσόγκα, Θεόδωρο Γρίβα, Αλεξάκη Βλαχόπουλο και Δημήτρη Μακρή, αντιμετώπισαν δίκην κλεφτοπολέμου τις τουρκικές δυνάμεις του Πασά της Πρέβεζας Μπεκήρ Τζογαδόρου. Στη μάχη αυτή ο Γεώργιος Βαρνακιώτης είχε καταστρώσει ένα στρατιωτικό σχέδιο που έφερε θετικά αποτελέσματα. «… εβγήκαν λοιπόν οι Τούρκοι εις τον κάμπον κι ο Καπετάν Τσόγκας εις το Μύλο του Βροχοτίνου. Επήγαν 200 πεζοί Τούρκοι εις τον Καπετάν Τσόγκαν και 50 καβαλαρέοι. Επήγε και ο καπετάν Αλέξης Βλαχόπουλος εις βοήθειαν του καπετάν Τσόγκα οι δε λοιποί τούρκοι ήλθαν εις το στρατηγόν πεζοί και εις το Σώμα του Μακρή. Αυτήν την ώραν ήλθεν και ο καπετάν Θοδοράκης Γρίβας από τον Μπαλήμπεη εκινήγησαν τους Τούρκους και τους έμπασαν εις τη Βόνιτσα…» [8]
Δυστυχώς κανένας ιστορικός της εποχής δεν αναφέρει για την μάχη αυτή και ως εκ τούτου ακριβή ημερομηνία αυτής δεν μπορεί να προσδιορισθεί. Αναφέρεται μόνο στα πιστοποιητικά των αγωνιστών που απηύθυναν προς την Επιτροπή των στρατιωτικών εκδουλεύσεων του 1846 και της Επιτροπής του 1865, στις οποίες ζητούσαν ή καλύτερα απαιτούσαν από το ελληνικό κράτος μισθολογική και βαθμολογική αποκατάσταση, την οποία δικαιούταν ή τους την είχαν στερήσει με διάφορα πολιτικά τερτίπια εκείνης της εποχής. Ένα τέτοιο πιστοποιητικό υπογεγραμμένο από τον ίδιο τον Γεώργιο Βαρνακιώτη (αρχηγό της μάχης του Μοναστηρακίου στα 1821) είναι και το ακόλουθο και που αφορά τον πενήνταρχο αξιωματικό Νικόλαο Τζούνη ή Ρούπα, καταγόμενο απ΄ τη Ζάβιτσα (Αρχοντοχώρι) Ξηρομέρου, το οποίο και μας αναφέρει λεπτομερώς τη μάχη αυτή.[9]
Άλλη μάχη στο Μοναστηράκι είναι αυτή που διεξήχθη στις 20-21 Ιουλίου 1822 από τον Πασά Ρεσίτ Κιουταχή, ο οποίος βρίσκοντας αφύλακτο το χωριό, μιας και ο Γεώργιος Τσόγκας είχε πιάσει τα ορεινά στο Λιβάδι του Βάτου και ο Βαρνακιώτης βρισκόταν στα μέρη της Κατούνας στρατολογώντας νέους άνδρες καθότι είχε μείνει με 50 στρατιώτες. Ο Κιουταχής σ’ αυτή τη μάχη κατέστρεψε το Μοναστηράκι Βονίτσης προβαίνοντας σε βιαιοπραγίες, σφαγές (20 νεκροί), αιχμαλωσίες των κατοίκων του χωριού και αρπαγές ζώων (5.000 γιδοπρόβατα).[10]
Μετά από σκληρό αγώνα εκδιώχτηκαν οι Τούρκοι από τις περιοχές της Βόνιτσας και ο Ελληνικός στρατός πέρασε το Μακρυνόρος και επιχείρησε να καταλάβει την περιοχή της Άρτας. Ο Βαρνακιώτης, με τους οπλαρχηγούς Ίσκο, Μάκρη, Τσόγκα, σπεύδουν στην περιοχή της Άρτας για να ενισχύσουν τον αγώνα των Σουλιωτών στα μέσα Νοεμβρίου του 1821.

Η Μάχη του Αετού Ξηρόμερου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την καταστροφή των, υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ελληνικών στρατευμάτων στο Πέτα (4 Ιουλίου 1822), οι τουρκικές δυνάμεις με τους πασάδες Ομέρ Βρυώνη και Ρεσίτ Κιουταχή και στρατιωτική δύναμη κοντά στους 10.000 τουρκαλβανούς αποφάσισαν να κατευθυνθούν προς κατάληψη του Μεσολογγίου. Όμως αυτό το σχέδιο των Τούρκων, βρήκε σθεναρή αντίσταση από τους Ξηρομερίτες, στις 9 Αυγούστου 1822 στον Προφήτη Ηλία στον Αετό Ξηρομέρου.
Οι οπλαρχηγοί που βρίσκονταν στον Πέρσεβο Ξηρομέρου (και κατ΄ άλλους στον Τρύφου του Ξηρομέρου), τραβήχτηκαν προς τα υψώματα του Αετού Ξηρομέρου, στον λόφο που βρίσκονταν ο Προφήτης Ηλίας. Αντιθέτως ο Γεώργιος Τσόγκας έκρινε σκόπιμο να αποσυρθεί απ΄ την θέση του Προφήτη Ηλία που είχαν αρχικά συνεκτιμήσει οι τρεις οπλαρχηγοί (Βαρνακιώτης, Γρίβας και Τσόγκας) και αποφασίζει να περιοριστεί μέσα στον μαντρόκλειστο του μοναστηριού του Αγίου Νικολάου Αετού Ξηρομέρου με τους 420 άνδρες του, έχοντας μαζί του και τον οπλαρχηγό Μάρκο Μπότσαρη που είχε τότε υπό την οδηγία του μόλις 15 Σουλιώτες.[11]
Μετά τη νίκη του Βαρνακιώτη στη μάχη του Αετού στις 10 Αυγούστου, μια νίκη που ανάγκασε τους Τούρκους να συμπτυχθούν, ο Βαρνακιώτης αντιμετώπιζε με καχυποψία ορισμένες ενέργειες του Μαυροκορδάτου. Αλλά και δυσπιστούσε στη στάση άλλων οπλαρχηγών, όπως του Μάρκου Μπότσαρη και του Γεωργίου Τσόγκα, επειδή δεν το βοήθησαν στη μάχη του Αετού αλλά έμειναν απλοί θεατές.[12]

Α' Πολιορκία του Μεσολογγίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γεώργιος Τσόγκας, με 220 άνδρες ήταν ένας από τους οπλαρχηγούς που έφτασαν ως ενισχύσεις στην Α' πολιορκία του Μεσολογγίου.

Σχέσεις με Μαυροκορδάτο και Βαρνακιώτη-Γρίβα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν φίλος του Μαυροκορδάτου, ο οποίος το διόρισε μέλος του δικαστηρίου στη δίκη του Καραϊσκάκη στο Αιτωλικό (Απρίλιος 1824). Ως οπαδός του κόμματος του Μαυροκορδάτου ήταν φανατικός εχθρός του Βαρνακιώτη και των Γριβαίων. Αιτία της εχθρότητάς του με το Βαρνακιώτη ήταν και οι διαφορές τους για το κόλι της Κατούνας, ενώ για τους Γριβαίους ήταν η δολοφονία από αυτούς του Τ. Μαγγίνα των Χασαπαίων στον Αστακό (Απρίλιος 1823).

Η Μάχη με το Γρίβα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Χασαπαίοι ήταν αξιωματικοί του Τσόγκα και πολυάριθμη οικογένεια του Δραγαμέστου. Στη συνέχεια ο Γ. Τσόγκας, ο Δ. Μακρής και οι Χασαπαίοι κυνήγησαν το Γρίβα και τον ανάγκασαν να καταφύγει στη Κατοχή και να κλειστεί στον πύργο του Γουλίμη. Μετά από το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα αλλά και από τις διαμάχες που ακολούθησαν αναστατώθηκε το Ξηρόμερο. Αυτό συνέβη σε μια δύσκολη στιγμή για την Επανάσταση και μάλιστα την εποχή που επέκειτο η εκστρατεία του Μουσταή της Σκόνδρας. Ο Βασίλης Χασάπης και οι άλλοι διώκτες του περικύκλωσαν το Γρίβα (Μάιος 1823), ο Γρίβας όμως κατάφερε να διαφύγει χάρις στη βοήθεια του Δημοτσέλιου. Ο Δημοτσέλιος ήταν πολύ διαλλακτικός και συγκαταβατικός, φυσικά δε συμφωνούσε με την ενέργεια του Γρίβα, αλλά θεωρούσε ό,τι χειρότερο για αυτή τη στιγμή την αλληλοσφαγή. Μετά τη διαφυγή του Γρίβα στην περιοχή του Βάλτου ο Τσόγκας και ο Μπότσαρης κατέλαβαν το Μεσολόγγι και δήλωσαν ότι για κανέναν λόγο δεν θα έβγαιναν να πολεμήσουν εναντίον των Τούρκων του Μουσταή όσο ο Γρίβας ήταν στη Δυτική Στερεά. Μετά την απαίτηση τους, αλλά και άλλων οπλαρχηγών, η Διοίκηση έστειλε το Γρίβα στην Πελοπόννησο, όπου έμεινε μέχρι το τέλος του Αγώνα.[13]

Τραγούδι για τη Μάχη με το Γρίβα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα τραγούδι που αναφέρεται στο Γιώργο Τσόγκα προέρχεται από τη μάχη ανάμεσα στον Θωδοράκη Γρίβα και στους άλλους καπετάνιους που έγινε στην Κατοχή Μεσολογγίου το 1823 είναι το εξής:
Τ' ειν' το κακό που γίνεται κι η ταραχή μεγάλη,
στη μέση στο Ξηρόμερο, στην Κατοχή στη χώρα;
Τον Θωδοράκη κλείσανε τα πέντε βιλαέρτια,
ήρθε ο Μακρής απ' το Ζυγό κι ο Πισλής ακόμα,
ήρθε κι από τα Άγραφα ο Καραϊσκάκης
ήρθε και από τη Βόνιτσα αυτός ο ΒλαχοΤσόγκας
ήρθε κι ο Μάρκος Μπότσαρης με χίλιους πεντακόσιους.
Τον Θοδωράκη πολεμούν τα πέντε βιλαέρτια.
Κι έλεγε και ξανάλεγε: είχα ταϊφά αυτούς τους Βαρνακιώτες!
Κι αυτόν τον παρατήσανε με δεκαεπτά νομάτους.
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
και ο ΒλαχοΤσόγκας φώναξε από το μοναστήρι:
-Βάλτε φωτιά και κάψτε τον, τον Θοδωράκη Γρίβα
μπας και τον επιάσουμ' ζωντανό, κομμάτια να τον φάμε.
Και ο Θωδοράκης φώναξε με το σπαθί στα χέρια:
-Τι λες αυτού μωρέ παλιόβλαχε, μωρέ παλιογουρνάρη;
Εμένα με λένε Θοδωρή, με λένε γιο του Γρίβα.
Έβγα με δεκατέσερες και γω με τον Αράπη.
Και ο Τσόγκας του αποκρίθηκε και ο Τσόγκας του φωνάζει:
Δεν βγαίνω εγώ στον πόλεμο με σένα Θωδοράκη,
μα θα σε κάψω ζωντανό με το πολύ τ' ασκέρι.[14]

Β' Πολιορκία του Μεσολογγίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη συνέχεια ο Τσόγκας έφτασε στο αξίωμα του Στρατηγού. Μετά την πρώτη φάση της Β' πολιορκίας του Μεσολογγίου (Μάρτιος-Ιούνιος 1825) ο Στρατηγός Γεώργιος Τσόγκας μαζί με το Γιαννάκη Ράγκο από το Βάλτο αναχώρησαν από το Μεσολόγγι, όταν μάλιστα αρχηγός της Φρουράς του Μεσολογγίου υπήρξε ο ίδιος ο Τσόγκας.[15]
Από την πόλη έφυγε τον Ιουλίο του 1825, αφού πήρε άδεια εξόδου από την πόλη για λόγους υγείας και πήγε στην περιοχή του.

Η Ζωή του έπειτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά συνθηκολόγησε με τους Τούρκους και πήρε πίσω το αρματολίκι της Βόνιτσας. Όταν ήρθε ο Καποδίστριας ξαναγύρισε στην Επανάσταση και συμμετείχε στις μάχες για την απελευθέρωση της Δυτικής Στερεάς. Πέθανε στο Αιτωλικό το 1832. Η σύζηγός του ονομαζόταν Αναστασία και είχαν έναν θετό γιο, το Δημήτρη Τσόγκα. Μετά θάνατον (1836) του απονεμήθηκε τιμητικά ο βαθμός του λοχαγού της Φάλαγγας.

Η μήνυση κατά του Γεωργίου Τσόγκα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με αριθμό 156/1847 η απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία τερμάτισε μια πείσμονα δικαστικά διαμάχη που είχε πραγματική βάση ένα περιστατικό της σύγκρουσης ανάμεσα στους δυο οπλαρχηγούς του Αγώνα, το Γεώργιο Τσόγκα και το Γεωργάκη Γρίβα. Τη ζημιά της σύγκρουσης, που χρονολογείται το έτος 1823, την υπέστη ο Κωνσταντίνος Γουλημής, που φιλοξένησε τότε τον Γεωργάκη Γρίβα στo σπίτι του. Οι κληρονόμοι του Γουλημή άσκησαν μετά πολλά έτη αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου κατά των κληρονόμων Τσόγκα. Η απόφαση του Πρωτοδικείου αυτού προσβλήθηκε από αμφοτέρους τους διαδίκους στο Εφετείο Αθηνών, που ήταν τότε αρμόδιο να δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, και τελικά με την καταχωρουμένη απόφαση του Α.Π. έληξε ο δικαστικός αγώνας και δικαιώθηκε ο ενάγων.[16]

Δημοτικό Ποίημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σ' όλο τον κόσμο ξαστεριά,
σ’ όλο τον κόσμο ήλιο
και στο Βραχώρι το πικρό,
μαύρος καπνός κι αντάρα.
καπεταναίοι το'καψαν

ο Τσόγκας κι’ Αλεξάκης.[17]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΙΣΤΟΡΙΑ

Γεωγραφική Θέση [ Επεξεργασία  |  επεξεργασία κώδικα ] Η παράκτια ζώνη βρέχεται από το  Ιόνιο πέλαγος  ενώ η ενδοχώρα συνορεύει με τους ...